- ἐρυθήματα
- ἐρύθημαrednessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρυθήματ' — ἐρυθήματα , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl ἐρυθήματι , ἐρύθημα redness neut dat sg ἐρυθήματε , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
υπόπλατυς — υ, Α [πλατύς] 1. ο κάπως πλατύς, εκτεταμένος («τὰ ἐν τοῑσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.) 2. ο ελαφρώς αλμυρός … Dictionary of Greek
φλογοειδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που έχει την όψη φλόγας, πυρώδης 2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, φλόγινος αρχ. 1. (ως ιατρ. όρος) αυτός που έχει φλόγωση («φλογοειδέα ἐρυθήματα», Ιπποκρ.) 2. μτφ. δριμύτατος («κατὰ ἀλκὴν σώματος καὶ θυμοῡ τραχύτητα… … Dictionary of Greek
φυσαλ(λ)ιδώδης — ες, Ν 1. όμοιος με φυσαλλίδα στην εμφάνιση 2. γεμάτος φυσαλλίδες («φυσαλλιδώδη ερυθήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσαλ(λ)ίδα. Ο τ. φυσαλιδώδης μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
ακροδυνία — Πάθηση άγνωστης αιτιολογίας που συνοδεύεται από ποικίλα εξωτερικά συμπτώματα, όπως κνησμό, μυρμηκιάσεις, ερυθήματα του δέρματος, οιδήματα και γενικές διαταραχές, όπως κρίσεις άφθονης εφίδρωσης, ταχυκαρδία, υπέρταση, ψυχικές διαταραχές που… … Dictionary of Greek